τἆλλ'
Look at other dictionaries:
τἄλλ' — ἄλλα , ἄλλος y neut nom/voc/acc pl ἄλλο , ἄλλος y neut nom/voc/acc sg ἄλλε , ἄλλος y masc voc sg ἄλλαι , ἄλλος y fem nom/voc pl ἄλλᾱͅ , ἄλλος y fem dat sg (doric aeolic) ἀλλά , ἀλλά otheruise indeclform (adverb) ἐλλέ , ἑλλός a young deer masc voc … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἆλλ' — ἄλλα , ἄλλος y neut nom/voc/acc pl ἄλλο , ἄλλος y neut nom/voc/acc sg ἄλλε , ἄλλος y masc voc sg ἄλλαι , ἄλλος y fem nom/voc pl ἄλλᾱͅ , ἄλλος y fem dat sg (doric aeolic) ἀλλά , ἀλλά otheruise indeclform (adverb) ἐλλέ , ἑλλός a young deer masc voc … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσέρχομαι — ΝΜΑ 1. έρχομαι προς κάποιον ή προς κάτι, πλησιάζω ένα πρόσωπο ή σε έναν χώρο (α. «στην εξέδρα άρχισαν να προσέρχονται οι επίσημοι» β. «ὧνπερ ἕνεκεν καὶ Σωκράτει προσῆλθον», Ξεν.) 2. έρχομαι κάπου λόγω υποχρέωσης, παρουσιάζομαι κάπου για εκπλήρωση … Dictionary of Greek